εὐθυντήρ

εὐθυντήρ
εὐθῡν-τήρ, ῆρος, ,
A corrector, chastiser,

ὕβριος Thgn.40

.
2 one who levels or straightens,

θριγκῶν Man.4.293

.
3 as Adj., εὐθυντὴρ οἴαξ the guiding rudder, A. Supp.717.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐθυντήρ — corrector masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρα — εὐθυντήρ corrector masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρας — εὐθυντήρ corrector masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρες — εὐθυντήρ corrector masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρι — εὐθυντήρ corrector masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρος — εὐθυντήρ corrector masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυντήρας — ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματος αρχ. 1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός 2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”